γόπα

γόπα
η
1. είδος ψαριού με νόστιμη σάρκα.
2. αποτσίγαρο: Άδειασα το σταχτοδοχείο από τις γόπες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… …   Dictionary of Greek

  • βωξ — ο (AM βῶξ) (συνηρ. τ. του βόαξ) νεοελλ. ονομασία ψαριών του γένους Box ή Boops, γόπα ή σάλπα αρχ. είδος ψαριού που κάνει βοή και που θεωρείται ως ιερό του Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βωξ < βόαξ, με συναίρεση. Κατά τους αρχαίους το είδος αυτό του… …   Dictionary of Greek

  • αποτσίγαρο — το το υπόλειμμα του τσιγάρου που καπνίστηκε, η γόπα: Δεν είχε ν αγοράσει τσιγάρα και κάπνιζε τ αποτσίγαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”